Οι γηγενείς ποικιλίες αμπέλου της Πελοποννήσου δεν αποτελούν μόνο σημαντικό παράγοντα της διαφορετικότητας του ελληνικού κρασιού (και βέβαια του πελοποννησιακού), αλλά μεταξύ αυτών βρίσκονται μερικές από τις σημαντικότερες ελληνικές ποικιλίες αμπέλου. Ανάμεσά τους δύο, από τις τέσσερις που αποτελούν αιχμή του δόρατος του ελληνικού αμπελώνα, βρίσκονται στις κορυφαίες αγορές του κόσμου: το εξωτικό μοσχοφίλερο-Μαντινεία και το σαγηνευτικό αγιωργίτικο-Νεμέα. Βρίσκεται όμως και η μαυροδάφνη, γνωστή από τα ομώνυμα και πλέον γνωστά επιδόρπια κρασιά της Ελλάδας, το μοσχάτο, υπεύθυνο επίσης για γλυκά και εν δυνάμει εξαιρετικά κρασιά, και άλλες ανερχόμενες, καθώς και πιο σπάνιες, ποικιλίες αμπέλου.
Γιατί όπως σε όλη την Ελλάδα, έτσι και στην Πελοπόννησο, ο αμπελώνας της δεν βασίζεται μόνο σε λίγες ποικιλίες, κάτι που συμβαίνει σε άλλες οινοπαραγωγικές περιοχές του κόσμου. Άλλωστε, κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι το παμπάλαιο προσωνύμιο της Πελοποννήσου, «Αμπελόεσσα», λέξη ομηρική, που δηλώνει πολλά αμπέλια. Οι ελληνικές ποικιλίες αμπέλου της Πελοποννήσου που καλλιεργούνται ευρέως, σχετικά εκτεταμένα ή περιορισμένα, είναι περίπου 25, αν και υπάρχουν πολύ περισσότερες. Από αυτές παράγονται τα ΠΟΠ και τα ΠΓΕ κρασιά της, καθώς και οι ποικιλιακοί και επιτραπέζιοι οίνοι της.
Στις ποικιλίες αμπέλου της Πελοποννήσου εντάσσονται και μερικές διεθνείς ποικιλίες, αρκετές από τις οποίες χρησιμοποιούνται μόνες τους ή σε χαρμάνια, μεταξύ τους ή και με ελληνικές. Κάποιες από αυτές μάλιστα έχουν εγκλιματιστεί εξαιρετικά σε συγκεκριμένες περιοχές της Πελοποννήσου κι έχουν ταυτιστεί με αυτές, επιβεβαιώνοντας τη σημασία των αυθεντικών αμπελοτοπίων (terroir) της Πελοποννήσου. Άλλωστε, οι ποικιλίες αμπέλου της Πελοποννήσου, ελληνικές και διεθνείς, αποτελούν ακαταμάχητο συστατικό για την παραγωγή οίνων διαφόρων τύπων και στιλ. Οι οίνοι αυτοί είναι ικανοί να ικανοποιήσουν κάθε οινόφιλο που αναζητά το αυθεντικό και διαφορετικό, το ασυνήθιστο αλλά ενδιαφέρον και εν γένει το ανεξερεύνητο.